λάβα

λάβα
Μάγμα που χύνεται πάνω στη γήινη επιφάνεια από τους ηφαιστειακούς αγωγούς. Πρόκειται για λειωμένη μάζα, που παρουσιάζει μια σχετική ρευστότητα, εξαρτώμενη είτε από τη θερμοκρασία είτε από τη χημική της σύσταση. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται ακόμη για να χαρακτηρίσει τα πετρώματα που προέρχονται από τη στερεοποίηση αυτών των λειωμένων μαζών. Η θερμοκρασία της λ. κατά τη στιγμή της εξόδου της από το στόμιο των ηφαιστείων είναι πολύ υψηλή. Έχουν διαπιστωθεί θερμοκρασίες άνω των 1.100°C σε λ. που εκπέμπονται από τον Βεζούβιο και από τη λίμνη Χάλεμαουμαου (Χαβάη). Από άποψη χημικής σύστασης, οι λ. διακρίνονται κυρίως σε δύο τύπους: στις όξινες, πλούσιες σε πυρίτιο, οι οποίες, όταν στερεοποιηθούν δημιουργούν τις τραχείτες, και στις βασικές, πλούσιες σε σιδηρομαγνησιούχα ορυκτά, που δημιουργούν τους βασάλτες (βλ. λ.). Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο ακραίους τύπους υπάρχουν λ. με ενδιάμεση χημική σύσταση. Η ρευστότητα της λ. επηρεάζεται κυρίως από τρεις παράγοντες, τη θερμοκρασία, τη χημική σύσταση (οι βασικές λ. είναι ρευστότερες) και την περιεκτικότητα σε αεριώδεις ουσίες. Η χημική σύσταση της λ. δεν αποτελεί ειδικό χαρακτήρα ενός ηφαιστείου, γιατί κάθε ηφαίστειο παρουσιάζει μια εξελικτική χημική σύσταση των προϊόντων του είτε προς τον όξινο είτε προς τον βασικό τύπο. Η όψη της στερεοποιημένης λ. ποικίλλει πολύ, ανάλογα με την περιεκτικότητα σε αέρια και με την ταχύτητα ψύξης της· έτσι οι λ. μπορεί να εμφανίζονται ως τραπεζοειδείς όγκοι, σπογγώδεις (πομφολυγώδεις), στυλοειδείς (εξαιτίας κατάτμησης), σχοινοειδείς κλπ. Λάβα ρέει από το ηφαίστειο της Αίτνας στην Ιταλία μετά την έκρηξή του τον Ιούλιο του 2001 (φωτ. ΑΠΕ). Η λίμνη λάβας του κρατήρα Χάλεμαουμαου στο ηφαίστειο Κιλαούεα της Χαβάης. Δείγμα σχοινοειδούς λάβας. Η όψη της λάβας εξαρτάται από την περιεκτικότητά της σε αέρια, από την ταχύτητα ψύξης και τη χημική της σύσταση· στη φωτογραφία, δείγμα οξειδωμένης λάβας.
* * *
η
φυσικό ρευστό πετρογενές τήγ
μα από το εσωτερικό τής Γης που εκχύνεται στην επιφάνειά της με θερμοκρασίες που κυμαίνονται από 700° έως 1.200°C.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lava «πλημμύρα» < λατ. lavare «πλύνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαβά — λαβά̱ , λαβή fem nom/voc/acc dual λαβά̱ , λαβή fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβά — Μάγμα που χύνεται πάνω στη γήινη επιφάνεια από τους ηφαιστειακούς αγωγούς. Πρόκειται για λειωμένη μάζα, που παρουσιάζει μια σχετική ρευστότητα, εξαρτώμενη είτε από τη θερμοκρασία είτε από τη χημική της σύσταση. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται ακόμη για …   Dictionary of Greek

  • λάβα — η (λ. ιταλ.), ρευστή πυρακτωμένη μάζα που βγαίνει από το εσωτερικό της γης κατά την έκρηξη ηφαιστείου: Η περιοχή σκεπάστηκε από τη λάβα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαβάν — λαβά̱ν , λαβή fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβάς — λαβά̱ς , λαβή fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • κατάνη — (Catania). Πόλη (306.464 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, στην ανατολική ακτή της Σικελίας, στους πρόποδες του ηφαιστείου της Αίτνας. Αφού καταστράφηκε πολλές φορές από σεισμούς και από λάβα της Αίτνας, ανοικοδομήθηκε στη σημερινή της θέση έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοηφαιστειακός — ή, ό φρ. «παλαιοηφαιστειακή λάβα» (γεωλ. πετρογρ.) αφυαλωμένη λάβα τής οποίας τα σιδηρομαγνησιούχα ορυκτά είναι, γενικώς, οξειδωμένα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”